- μικροκιουρί
- τομετρολ. μονάδα μέτρησης τής ραδιενέργειας που ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό τού κιουρί, σύμβολο μCi.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. microcurie (βλ. και λ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιουρί — Μονάδα μέτρησης της δραστηριότητας των ραδιενεργών σωμάτων (σύμβολο c), που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της Μαρίας Κιουρί (βλ. λ. Κιουρί, Πιερ και Μαρί). Αρχικά (παλιό κ., σύμβολο C), αντιστοιχούσε στη δραστηριότητα ενός γραμμαρίου ραδίου, ίση… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek